φυτοτοξίνη

φυτοτοξίνη
η, Ν
1. (βιοχ.) αντιγόνο φυτικής προέλευσης, ικανό να καθορίσει την παραγωγή αντισωμάτων σε έναν ζωντανό οργανισμό, μέσω μιας διαδικασίας ανάλογης με εκείνην τών εμβολίων
2. (φυτοπαθ.) ουσία που απελευθερώνεται από έναν μικροοργανισμό και έχει τοξική δράση στα φυτά, χωρίς όμως να αναφέρεται υποχρεωτικά στα χαρακτηριστικά συμπτώματα τής ασθένειας που προκαλείται από τον μικροοργανισμό αυτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. αγγλ. phytotoxin < φυτόν + τοξίνη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φυτοτοξίνη — η (χημ.), περιληπτική ονομασία τοξικών προϊόντων, που παράγονται από ορισμένα φυτά και που έχουν ιδιότητες ανάλογες με τις ιδιότητες των μικροβιακών τοξινών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”